σε τέτοιο βαθμό ώστε η ανάμνηση ενός μόνου γεγονότος να επικρατήσει σε όλες τις άλλες εμπειρίες καταστρέφοντας την εκτίμηση του παρόντος. Το 1920 ο Φρόιντ χαρακτήρισε πρώτος το ψυχικό τραύμα ως « ένα ρήγμα στους αμυντικούς μηχανισμούς του ατόμου» και το 1926 ανέφερε ότι χαρακτηρίζεται από μια αίσθηση απόλυτης ανικανότητας . Η έξαρση των τρομοκρατικών επιθέσεων τις τελευταίες δεκαετίες προκάλεσε το ενδιαφέρον της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας για τα συμπτώματα της μετατραυματικής αγχώδους διαταραχής σε παιδιά και εφήβους. Η έκθεση όμως σε καταστάσεις πολέμου, οι φυσικές καταστροφές, η σεξουαλική κακοποίηση, οι σοβαρές αρρώστιες και τα προβλήματα που αυτά προκαλούν στη γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη, πάντα προκαλούσαν το ενδιαφέρον των ειδικών της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Σποραδικές μελέτες κλινικών συμπτωμάτων, αυτών που σήμερα είναι γνωστά ως μετατραυματική διαταραχή, μπορούν να βρεθούν στην παλαιότερη διεθνή βιβλιογραφία, με διαφορετικά ονόματα, όπως φοβική νεύρωση (όρος χρησιμοποιημένος από τον Emil Kraepelin), ή σοκ βομβαρδισμού (κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου)
Μόλις τη δεκαετία του 1970, χάρη στη συστηματική μελέτη κάποιων επίμονων συμπτωμάτων βετεράνων του Βιετνάμ (επαναβίωσης, αποφυγής και υπερδιέργεσης), ουσιαστικά αναγνωρίστηκε η μετατραυματική διαταραχή ως ψυχιατρική ασθένεια και δημοσιεύτηκαν τα κριτήρια διάγνωσής της στο DSM III. Η δημιουργία της μετατραυματικής διαταραχής ως ξεχωριστής διάγνωσης επικράτησε ύστερα από τις επιδιώξεις δύο ομάδων ειδικού ενδιαφέροντος και τους υποστηρικτές τους στις ΗΠΑ, τους βετεράνους του Βιετνάμ και τις γυναίκες που είχαν πέσει θύματα βιασμού . Το 1987 το DSM-III-R αναγνωρίζει τα κριτήρια διαταραχής και στα παιδιά και συντελέστηκε ένας διαχωρισμός ανάμεσα στο τραύμα τύπου I (βίωση μεμονωμένου τραυματικού γεγονότος) και τραύμα τύπου II (παρατεταμένη έκθεση σε τραυματικές δοκιμασίες. Μερίδα ερευνητών θεωρεί ότι το θύμα ενός οξέος τραυματικού γεγονότος δυσκολεύεται να βγάλει την εμπειρία από το μυαλό του με αποτέλεσμα να βιώνει παρείσακτες αναμνήσεις, υπερβολική εγρήγορση, άγχος και σωματικά προβλήματα. Τα θύματα του χρόνιου τραύματος αναγκάζονται να προσαρμοστούν ως ένα βαθμό μέσω της αποφυγής ερεθισμάτων που θυμίζουν το γεγονός, του μουδιάσματος του συναισθήματος και της άρνησης. Σύμφωνα με άλλους ερευνητές το μεμονωμένο τραυματικό γεγονός μπορεί να έχει περιορισμένες επιδράσεις στο άτομο, η επαναλαμβανόμενη τραυματική εμπειρία όμως δύναται να οδηγήσει σε θυμό, απόγνωση, συνεχές συναισθηματικό μούδιασμα, διαταραχές προσωπικότητας, με αποτέλεσμα μεγάλες αλλαγές στην προσωπικότητα και λειτουργικότητα του ατόμου . Τα συμπτώματα του τύπου I είναι τα πιο τυπικά της μετατραυματικής διαταραχής στην παιδική ηλικία, χαρακτηρίζονται και ως μερική μετατραυματική διαταραχή και συνδέονται με εξασθένηση σημαντικών γνωστικών και κοινωνικών δεξιοτήτων. Τα συμπτώματα του τύπου II χαρακτηρίζονται και ως ολική, είναι αυτά που προκαλούν τα πιο σοβαρά προβλήματα δυσλειτουργικότητας, όπως συνεχείς αρνήσεις, διάχυτο φυσικό μούδιασμα και προβλήματα διίσχισης της προσωπικότητας . Επιπλέον ανάμεσα στα συμπτώματα του τύπου II είναι δυνατό να συνυπάρχουν και συμπτώματα όπως η ενοχή και η ντροπή.